- ῥευστῶν
- ῥευστόςin a state of fluxfem gen plῥευστόςin a state of fluxmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
ρευστός — ή, ό / ῥευστός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, που δεν έχει σταθερό σχήμα ή όγκο 2. μτφ. ασταθής, ευμετάβλητος («η κατάσταση στις μέρες μας είναι ρευστή») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ρευστό α) φυσ. συνοπτική ονομασία τών… … Dictionary of Greek
στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
δίπολο — Διάταξη που αποτελείται από δύο φυσικές σημειακές οντότητες, οι οποίες θα αλληλοεξουδετερώνονταν, αν ήταν τοποθετημένες στο ίδιο σημείο. Στο δ. έχουν καθορισμένη απόσταση μεταξύ τους, προφανώς διάφορη της μηδενικής. Το απλούστερο ηλεκτρικό δ.… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
σουναμιτισμός — Όρος που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο εξασθενημένος και γέρος Δαβίδ ένιωσε να τονώνεται η υγεία του, όταν του έφεραν ως σύνευνο τη νεαρή Σουναμίτιδα. Η διαπνοή του σφριγηλού σώματος της, ήταν η αφορμή της τόνωσης του Δαβίδ, κατά την ερμηνεία … Dictionary of Greek
υδραυλικός — ή, ό / ὑδραυλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕδραυλος / ὕδραυλις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοχέτευση τού νερού και τη χρησιμοποίησή του σε μηχανικά έργα («υδραυλικός μηχανισμός») νεοελλ. 1. υδρευτικός («υδραυλική εγκατάσταση» σύστημα σωληνώσεων και… … Dictionary of Greek
μαγνητορευστοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που ερευνά τα φαινόμενα που σχετίζονται με την κίνηση ηλεκτρικά φορτισμένων ρευστών, παρουσία μαγνητικών πεδίων, και τις σχετικές πρακτικές εφαρμογές. Οι πρώτες έρευνες ανάγονται στις αρχές του 20ού αι. επί των ιονισμένων… … Dictionary of Greek
Μαριότ, Εντμ — (Edme Mariotte, 1620 – 1684). Γάλλος φυσικός. Θεωρείται ο πρωτοπόρος της πειραματικής φυσικής στη Γαλλία. Οι πρώτες μελέτες και έρευνές του ήταν αφιερωμένες στη μηχανική και στις ελαστικές ιδιότητες των αερίων. Το 1660 μελέτησε τις ελαστικές… … Dictionary of Greek